- ἑλκωματικός
- ἑλκ-ωμᾰτικός, ή, όν,A causing sores, ulcerating, Dsc.5.91.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ελκωματικός — ή, ό (Α ἑλκωματικός, ή, όν) αυτός που προξενεί ελκώματα … Dictionary of Greek
ἑλκωματικήν — ἑλκωματικός causing sores fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελκωτικός — ἑλκωτικός, ή, όν (AM) 1. ελκωματικός 2. ερεθιστικός … Dictionary of Greek